- νευρόσπαστα
- νευρόσπαστοςdrawn by stringsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευροσπάστας — νευροσπάστᾱς , νευροσπάστης puppet show man masc acc pl νευροσπάστᾱς , νευροσπάστης puppet show man masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
ανδρείκελα — Οι μικρές κούκλες που χρησιμοποιούνται στο κουκλοθέατρο. Είναι συνήθως κατασκευασμένες από ξύλο, χαρτόνι ή άλλο υλικό και κινούνται με το χέρι ή τις τραβούν κατάλληλα με κλωστές ή λεπτά σύρματα. Τα α. είναι γνωστά από την αρχαία εποχή και… … Dictionary of Greek
Марионетки — (от marion, marionnette) первоначально небольшие изображения св. Девы Марии в средневековой кукольной мистерии Рождества Христова; позже это название распространилось на всю область кукольного театра, иначе называемого театром марионеток. Куклы,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») … Dictionary of Greek
νευροσπάστης — νευροσπάστης, ὁ (Α) αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπαστής (< σπῶ), πρβλ. εκ σπάστης] … Dictionary of Greek
νευροσπάσται — νευροσπάστης puppet show man masc nom/voc pl νευροσπάστᾱͅ , νευροσπάστης puppet show man masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)